ἵζω

ἵζω
ἵζω, imper. ἵζε (not ἷζε) Od.24.394, E.Hec.145 (anap.): [tense] impf.
A

ἷζον Il.20.15

, E.Alc.946, [dialect] Ion.

ἵζεσκον Od.3.409

: [tense] aor.

εἷσα Il.23.359

, Hdt. 3.61, IG3.701, Hymn.Is.5, etc.; imper.

εἷσον Od.7.163

codd.; part.

ἕσας 10.361

, Cyren. acc. ἕσσαντα (v. infr.); inf.

ἕσσαι Pi.P.4.273

(the only tenses in Hom.): [tense] aor.

ἵζησα D.C.50.2

, 58.5, etc.: [tense] pf. ἵζηκα ([etym.] ἐν-) Gal.2.691, 15.452, ([etym.] συν-) Philostr.Im.2.20:—[voice] Med., v. infr. 1 and 111, and cf. ἕζομαι.—Mostly in Poets and late Prose, the [dialect] Att. Prose form being καθίζω: (Redupl. si-sd-ō, [tense] aor. (augmented) e-sed-s-, cf. ἕζομαι, ἑδος):
I causal, make to sit, seat, place, set,

μή μ' ἐς θρόνον ἵζε Il.24.553

, cf. Hdt.3.61
;

βουλὴν ἷζε Il.2.53

;

ἵζει μάντιν ἐν θρόνοις A.Eu.18

; ὅς μ' ἐπὶ βουσὶν εἷσ' set me over the oxen, Od.20.210; σκοπὸν εἷσε set as a spy, Il.23.359; λόχον εἷσαν laid an ambush, 4.392; εἷσεν δὲ (v.l. δ' ἐν) Σχερίῃ settled [them] in Scheria, Od.6.8, cf. Il.2.549;

ἐπὶ χώρας ἕσσαι Pi.P.

l.c.;

ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἵζειν τοὺς βασιλέας Hdt.6.57

; ἕσσαντα ἐπὶ τῷ ὠδῷ having caused (the suppliant) to sit on the threshold, Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene): rare in Trag., σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἷσας αὔχημ' for thou didst throne her in this pride, S.OC713 (lyr.).
2 later in [tense] aor. 1 [voice] Med. εἱσάμην, [ per.] 3sg.

εἵσατο IG12(5).615

(Iulis, v B.C., written εσατο), 2.1298.4 (ii B.C.), 1336.1 (ii B.C.):—set up and dedicate temples, statues, etc. in honour of gods, Thgn.12
, Hdt.1.66;

τέμενος ἕσσαντο Pi.P.4.204

;

ἕσσατο βωμόν Id.Oxy.408.37

: [dialect] Dor. [ per.] 3sg.

hίσατο IG9(1).704

(Corc., vi B.C.), ἵσσατο ib.4.569 ([place name] Argos); [ per.] 3pl. [

ἥ]σσαντο BCH33.171

(ibid., iii B.C.); part.

ἑσσάμενος IG4.840.7

, 841.23 (Calauria, iii B.C.): [dialect] Att. part. prob. ἑσάμενος, θυσίας τὰς πατρίους τῶν ἑσαμένων (ἑσς-, ἐσς-, εἰς- codd.) . .

ἀφαιρήσεσθε Th.3.58

; later

εἱσάμενος IG22.1364

(i A.D.), Plu.Them. 22, Thes.17, Pyrrh.1, Luc.Syr.D.1, also Hdt.1.66 codd.: late [tense] fut.

εἵσομαι ἱερόν A.R.2.807

.
II intr., sit, sit down, Il.2.96, 792, etc.; ἷζε ἐν μέσσοισι he sat in the midst, 20.15;

ἵζειν ἐς θρόνον Od.8.469

, Hdt.5.25;

ἐς θᾶκον S.Ant.1000

;

ἐπὶ θρόνου Il.18.422

, cf. Od.17.339; ἐπὶ [λίθοισιν] 3.409;

ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας 16.365

; ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra.199;

ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε E.Alc.441

(lyr.);

ἐπὶ τοὺς νεώς Epicr.3.12

;

νέφεσσι . . Ὀλύμποιο . . ἵζων Ζεύς Pi.Pae.6.93

: c. acc. loci,

ἵζειν θρόνον A.Ag.982

(lyr.);

βωμόν E.Ion1314

: c. acc. cogn.,

ἵ. κλωπικὰς ἕδρας Id.Rh.512

.
2 sit still, be quiet, h.Merc.457 (dub.).
3 metaph., sink, εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν πόλιν sink into . . , Pi.O.10(11).38;

εἰς ἑτέραν ἵζει ἕδραν Pl.Ti.53a

.
III [voice] Med. in signf. 11, sit,

πάροιθ' . . ἵζευ ἐμεῖο Il.3.162

;

Διὸς . . ποτὶ βωμὸν ἑρκείου ἵζοιτο Od.22.335

;

ἱσσάμενος ἐπὶ τῷ δαμοσίῳ ἱαρῷ Berl.Sitzb.1927.169

([place name] Cyrene); late [tense] fut.

εἵσεται Phylarch.44J.

: [dialect] Dor. [tense] pres. imper.

ἵσδευ

Papers of Amer.Sch.at Athens

3

No.437 ([place name] Pisidia); lie in ambush,

ἔνθ' ἄρα τοί γ' ἵζοντ' Il.18.522

; freq. of an army, take up a position,

ἵζεσθαι ἀντίοι τινί Hdt.9.26

; ἵζεσθαι ἐν τῷ Τηϋγέτῳ, ἐς τὸ Τηΰγετον, Id.4.145
, 146; ἐν τῷ Ἰσθμῷ, ἐς τὸν Ἰσθμόν, Id.8.71; of a fleet, Id.6.5: generally

ἐς ἱρὸν Ἀφροδίτης Id.1.199

;

ἐς τὰ πρόθυρα Id.3.140

; in Trag.,

ἐν ἁγνῷ ἵζεσθε A.Supp.224

;

ἐς θρόνους E.Ion1618

: c. acc.,

ἵζεσθαι κρήνας Id.IA141

(lyr.).
2 of things, settle down, subside,

ἡ νῆσος ἱζομένη Pl.Ti.25c

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • .ίζω — ἵζω , ἵζω si sd o pres subj act 1st sg ἵζω , ἵζω si sd o pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵζω — si sd o pres subj act 1st sg ἵζω si sd o pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • μετασελ(λ)ίζω — (Μ) 1. αλλάζω άλογο και ξανακαβαλικεύω άλλο άλογο 2. (γενικά) ιππεύω, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + *σελ(λ)ίζω < σέλ(λ)α + ίζω (πρβλ. μεσ. σελ[λ]ίζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τρυλ(λ)ίζω — ΝΜΑ (για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ εν.) τρυλίζει «ὀδύρεται» αρχ. 1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω] …   Dictionary of Greek

  • ρα(γ)ίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παθαίνω ράγισμα, ρωγμή: Το βάζο ράγισε. 2. μτφ., θλίβομαι: Ράγισε η καρδιά μου, όταν τον είδα ύστερα από την αρρώστια του. 3. προξενώ ράγισμα, ρωγμή: Στο πλύσιμο το ράγισες το ποτήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἵζον — ἵζω si sd o pres part act masc voc sg ἵζω si sd o pres part act neut nom/voc/acc sg ἵζω si sd o imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵζω si sd o imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵζῃ — ἵζω si sd o pres subj mp 2nd sg ἵζω si sd o pres ind mp 2nd sg ἵζω si sd o pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵξαι — ἵζω si sd o aor imperat mid 2nd sg (doric) ἵζω si sd o aor inf act (doric) ἵξαῑ , ἵζω si sd o aor opt act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”